ισχυρόχρως

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ἰσχυρόχρως, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ισχυρό, στερεό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -χρως < χρώς, ο «δέρμα»), πρβλ. ερυθρόχρως, λιπαρόχρως].