καθαρώδης
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Full diacritics: κᾰθαρώδης | Medium diacritics: καθαρώδης | Low diacritics: καθαρώδης | Capitals: ΚΑΘΑΡΩΔΗΣ |
Transliteration A: katharṓdēs | Transliteration B: katharōdēs | Transliteration C: katharodis | Beta Code: kaqarw/dhs |
καθαρῶδες, clear, ὄμμα v.l. for καρώδης, Hp.Epid.5.99.
καθαρώδης: -ες, (εἶδος) διαυγής, ὄμμα Ἱππ. 1162C.
καθαρώδης, -ῶδες (Α) καθαρός
διαυγής, ευκρινής, λαμπρός.
καθαρώδης -ες [καθαρός] helder.