καθεστηκότως
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
Adv. pf. part. Act. of καθίστημι, fixedly, steadily, κ. ἔχειν πρός τι Arist.Pol.1340b3.
German (Pape)
[Seite 1283] adv. zum part. perf. von καθίστημι, gesetzt, ruhig, ordentlich, μέσως καὶ καθ. μάλιστα ἔχειν πρός τι Arist. pol. 8, 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière posée, càd régulière, solide, assurée.
Étymologie: καθεστηκώς de καθίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθεστηκότως [καθίστημι] adv. evenwichtig.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθεστηκότως: adv. спокойно, уравновешенно (μέσως καὶ κ. Arst.).
Greek Monolingual
καθεστηκότως (Α)
επίρρ. ορισμένα, σταθερά, ήσυχα, κανονικά, με τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. πρκ. καθεστηκώς, -ότος του ρ. καθίστημι.
Greek Monotonic
καθεστηκότως: επιρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του καθίστημι, σταθερά, ήσυχα, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
καθεστηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καθίστημι, ὡρισμένως, σταθερῶς, ἡσύχως, καθ. ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 22.