καθεστηκότως

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεστηκότως Medium diacritics: καθεστηκότως Low diacritics: καθεστηκότως Capitals: ΚΑΘΕΣΤΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: kathestēkótōs Transliteration B: kathestēkotōs Transliteration C: kathestikotos Beta Code: kaqesthko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καθίστημι, fixedly, steadily, κ. ἔχειν πρός τι Arist.Pol.1340b3.

German (Pape)

[Seite 1283] adv. zum part. perf. von καθίστημι, gesetzt, ruhig, ordentlich, μέσως καὶ καθ. μάλιστα ἔχειν πρός τι Arist. pol. 8, 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière posée, càd régulière, solide, assurée.
Étymologie: καθεστηκώς de καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθεστηκότως [καθίστημι] adv. evenwichtig.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθεστηκότως: adv. спокойно, уравновешенно (μέσως καὶ κ. Arst.).

Greek Monolingual

καθεστηκότως (Α)
επίρρ. ορισμένα, σταθερά, ήσυχα, κανονικά, με τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. πρκ. καθεστηκώς, -ότος του ρ. καθίστημι.

Greek Monotonic

καθεστηκότως: επιρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του καθίστημι, σταθερά, ήσυχα, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

καθεστηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καθίστημι, ὡρισμένως, σταθερῶς, ἡσύχως, καθ. ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 22.

Middle Liddell

part. perf. act. of καθίστημι,]
steadily, calmly, Arist.