καθηγητήρ
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
v. καθηγητής.
German (Pape)
[Seite 1284] ῆρος, ὁ, der Führer, Anführer, Man. 2, 300.
Greek Monolingual
καθηγητήρ, -ῆρος, θηλ. καθηγήτειρα, δωρ. τ. καθαγητήρ (Α) καθηγούμαι
1. οδηγός
2. διδάσκαλος, καθηγητής
3. ηγούμενος μοναστηριού.