κακήθης
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
κακήθες, = κακοήθης, Hp.Mul.2.141, Nic.Th.152.
German (Pape)
[Seite 1298] ες, poet. = κακοήθης, Nic. Th. 132. 360 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκήθης: -ες, συγκεκομμ. ἀντὶ κακοήθης, Ἱππ. 655. 22, Νικ. Θηρ. 152.
Greek Monolingual
κακήθης, -ες (Α)
κακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ηθης (< ἦθος), πρβλ. καλοήθης, χρηστοήθης].