καλλίβοτος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
καλλίβοτον, with fine pastures, Nonn. D. 35.59.
German (Pape)
[Seite 1309] mit schöner Weide, Nonn. 35, 59.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίβοτος: -ον, ἔχων καλὰς βοσκάς, Νόνν. Δ. 36. 59.
Greek Monolingual
καλλίβοτος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει καλή βοσκή («καλλίβοτος ὕλη», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. μεγαλόβοτος, πολύβοτος].