καλύπτειρα

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλύπτειρα Medium diacritics: καλύπτειρα Low diacritics: καλύπτειρα Capitals: ΚΑΛΥΠΤΕΙΡΑ
Transliteration A: kalýpteira Transliteration B: kalypteira Transliteration C: kalypteira Beta Code: kalu/pteira

English (LSJ)

ἡ, fem. of καλυπτήρ, = καλύπτρα, veil, AP6.206 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1315] ἡ, fem. zum Folgdn, der Schleier, Antip. Sid. 21 (VI, 206).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
un voile.
Étymologie: καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλύπτειρα -ας, ἡ [καλυπτήρ] sluier.

Russian (Dvoretsky)

καλύπτειρα:покрывало (προσώπου Anth.).

Greek Monolingual

καλύπτειρα, ἡ (Α)
(μτγν. θηλ. του καλυπτήρ)
καλύπτρα, κάλυμμα του κεφαλιού ή του προσώπου.

Greek Monotonic

κᾰλύπτειρα: ἡ, = καλύπτρα, πέπλο, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλύπτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., = καλύπτρα, Ἀνθ. Π. 6. 206.

Middle Liddell

κᾰλύπτειρα, ἡ, = καλύπτρα,]
a veil, Anth.