καλύπτειρα
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
English (LSJ)
ἡ, fem. of καλυπτήρ, = καλύπτρα, veil, AP6.206 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1315] ἡ, fem. zum Folgdn, der Schleier, Antip. Sid. 21 (VI, 206).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
un voile.
Étymologie: καλύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλύπτειρα -ας, ἡ [καλυπτήρ] sluier.
Russian (Dvoretsky)
καλύπτειρα: ἡ покрывало (προσώπου Anth.).
Greek Monolingual
καλύπτειρα, ἡ (Α)
(μτγν. θηλ. του καλυπτήρ)
καλύπτρα, κάλυμμα του κεφαλιού ή του προσώπου.
Greek Monotonic
κᾰλύπτειρα: ἡ, = καλύπτρα, πέπλο, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλύπτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., = καλύπτρα, Ἀνθ. Π. 6. 206.