καρπογένεθλος

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπογένεθλος Medium diacritics: καρπογένεθλος Low diacritics: καρπογένεθλος Capitals: ΚΑΡΠΟΓΕΝΕΘΛΟΣ
Transliteration A: karpogénethlos Transliteration B: karpogenethlos Transliteration C: karpogenethlos Beta Code: karpoge/neqlos

English (LSJ)

καρπογένεθλον, = καρπογόνος, epithet of Apollo, AP9.525.11.

German (Pape)

[Seite 1328] fruchterzeugend, Apollo, Epigr. Anth. IX, 525, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait naître les fruits.
Étymologie: καρπός, γενέθλη.

Russian (Dvoretsky)

καρπογένεθλος: производящий плоды (Ἀπόλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καρπογένεθλος: -ον, = καρπογόνος, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 525, 11.

Greek Monolingual

καρπογένεθλος, -ον (Α)
καρπογόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -γένεθλος (< γενέθλη, γένεθλον < γίγνομαι), πρβλ. καλλιγένεθλος, υψιγένεθλος].

Greek Monotonic

καρπογένεθλος: -ον, αυτός που παράγει καρπούς, που τους γεννά, σε Ανθ.

Middle Liddell

καρπο-γένεθλος, ον
fruit-producing, Anth.