καρπογένεθλος
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
English (LSJ)
καρπογένεθλον, = καρπογόνος, epithet of Apollo, AP9.525.11.
German (Pape)
[Seite 1328] fruchterzeugend, Apollo, Epigr. Anth. IX, 525, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait naître les fruits.
Étymologie: καρπός, γενέθλη.
Russian (Dvoretsky)
καρπογένεθλος: производящий плоды (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καρπογένεθλος: -ον, = καρπογόνος, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 525, 11.
Greek Monolingual
καρπογένεθλος, -ον (Α)
καρπογόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -γένεθλος (< γενέθλη, γένεθλον < γίγνομαι), πρβλ. καλλιγένεθλος, υψιγένεθλος].
Greek Monotonic
καρπογένεθλος: -ον, αυτός που παράγει καρπούς, που τους γεννά, σε Ανθ.
Middle Liddell
καρπο-γένεθλος, ον
fruit-producing, Anth.