καρφώδης
From LSJ
English (LSJ)
καρφῶδες, full of κάρφη, of uncleansed wool, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1332] ες, strohartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καρφώδης: -ες, (εἶδος) = καρφοειδής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
καρφώδης, -ῶδες (Α)
ο γεμάτος κάρφη, ο γεμάτος άχυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + -ώδης (πρβλ. ρεμβώδης, χαώδης)].