κατάπλυσις

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλῠσις Medium diacritics: κατάπλυσις Low diacritics: κατάπλυσις Capitals: ΚΑΤΑΠΛΥΣΙΣ
Transliteration A: katáplysis Transliteration B: kataplysis Transliteration C: kataplysis Beta Code: kata/plusis

English (LSJ)

-εως, ἡ, bathing in water, τῶν σκελῶν X.Eq.5.9.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Abspülen, Abwaschen, Xen. de re equ. 5, 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de laver.
Étymologie: καταπλύνω.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλῠσις: εως ἡ омовение, мытье (τῶν σκελῶν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλυσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ τοῦ καταχεομένου ὕδατος πλύσις, κάθαρσις, τῶν σκελῶν Ξεν. Ἱππ. 5. 9.

Greek Monolingual

κατάπλυσις, ἡ (Α) καταπλύνω
πλύσιμο, λούσιμο, καθάρισμα με νερό.

Greek Monotonic

κατάπλῠσις: ἡ, πλύσιμο σε νερό, σε Ξεν.

Middle Liddell

κατάπλῠσις, ιος [from καταπλύ¯νω]
a bathing in water, Xen.