κατήορος

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήορος Medium diacritics: κατήορος Low diacritics: κατήορος Capitals: ΚΑΤΗΟΡΟΣ
Transliteration A: katḗoros Transliteration B: katēoros Transliteration C: katioros Beta Code: kath/oros

English (LSJ)

Dor. κατάορος [ᾱ], ον: (ἀείρω):—hanging down, τέκνων δὲ πλῆθος… κατάορα στένει hanging on their mother's neck, E.Tr.1090 (lyr.); τελαμὼν κ. A.R.2.1041; βόστρυχα AP5.259 (Paul. Sil.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατήορος -ον, Dor. κατάορος [κατά, ἀείρω] hangend.

Greek Monolingual

κατήορος, δωρ. τ. κατάορος, -ον (Α)
αυτός που κρέμεται προς τα κάτω («τέκνων δὲ πλῆθος... κατάορα στένει» — κλαίνε κρεμασμένα από τον τράχηλο της μητέρας, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άορ-ος (ετεροιωμένη βαθμίδα αορ- του θ. αερ- του ρ. ἀείρω «σηκώνω»), πρβλ. επήορος, συνήορος. Το -η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

κατήορος: ή κατῄορος, Δωρ. -άορος ή -ᾴορος, -ον (ἀείρω), αυτός που μετεωρίζεται, που κρεμιέται από τον λαιμό της μητέρας του, λέγεται για παιδιά, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατήορος: ἢ κατῄορος, Δωρ. -άορος ἢ -ᾴορος, ον· (ἀείρω) ἀντίθετ. ἐπῄορος·― πρὸς τὰ κάτω αἰωρούμενος, κρεμάμενος, τέκνων δὲ πλῆθος… κατάορα στένει, κρεμάμενα ἐκ τοῦ τραχήλου ἢ τῆς ἀγκάλης τῶν μητέρων, Εὐρ. Τρῳ. 1090, ἴδε Ἕρμανν. τελαμὼν κ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1042· βόστρυχα Ἀνθ. Π. 5. 260 πρβλ. κατήρης.

Middle Liddell

ἀείρω
hanging down, hanging on their mother's neck, of children, Eur.