καταδρέπω

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδρέπω Medium diacritics: καταδρέπω Low diacritics: καταδρέπω Capitals: ΚΑΤΑΔΡΕΠΩ
Transliteration A: katadrépō Transliteration B: katadrepō Transliteration C: katadrepo Beta Code: katadre/pw

English (LSJ)

strip off, τῶν δενδρέων τὰ φύλλα Hdt.8.115.

German (Pape)

[Seite 1347] abpflücken, Her. 8, 115 τῶν δένδρων τὰ φύλλα.

French (Bailly abrégé)

cueillir.
Étymologie: κατά, δρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δρέπω plukken.

Russian (Dvoretsky)

καταδρέπω: срывать (τῶν δενδρέων τὰ φύλλα Her.).

Greek Monolingual

καταδρέπω (Α)
αποκόπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δρέπω «κόβω»].

Greek Monotonic

καταδρέπω: μέλ. -ψω, αποκόπτω, τί τινος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταδρέπω: ἀποκόπτω, τῶν δενδρέων τὰ φύλλα Ἡρόδοτ. 8. 115.

Middle Liddell

fut. ψω
to strip off from, τί τινος Hdt.