κατασκεδάζω
From LSJ
English (LSJ)
= κατασκεδάννυμι (scatter, pour upon, pour over, spread against, sprinkle about, overthrow, destroy), Suid. ; — Pass., Sch. E. Hec. 916.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκεδάζω: τῷ ἑπομένῳ, Σουΐδ., Φώτ.
Greek Monolingual
κατασκεδάζω (Α)
βλ. κατασκεδάννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκεδάζω (υστερογενής ενεστωτικός τ. του σκεδάννυμι «διασκορπίζω» σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. ἐ-σκέδ-ασ-α κατά το σχήμα ἐ-πήγ-ασ-α: πηγ-άζω που απαντά μόνον εν συνθέσει), πρβλ. διασκεδάζω.