καταστρατηγώ

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

(AM καταστρατηγῶ, -έω)
νικώ με στρατήγημα ή τέχνασμα, επικρατώ με δόλο, καταπολεμώ
νεοελλ.
μτφ. παραβιάζω δολίως νόμο, συμφωνία κ.λπ., παραβαίνω, αθετώ, καταπατώ, αναιρώ
αρχ.
1. μτφ. απατώ, εξαπατώ
2. αντιδρώ με τέχνασμα, αντιπράττω με στρατήγημα, επανορθώνω με δόλο.