καταφατίζω
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
declare, Arist.Ath.7.1, Plu.Sol.25.
French (Bailly abrégé)
affirmer.
Étymologie: κατά, φατίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφατίζω [κατάφημι] verzekeren.
German (Pape)
beteuern, versichern, Plut. Sol. 25.
Russian (Dvoretsky)
καταφᾰτίζω: уверять, заверять Plut.
Greek Monolingual
καταφατίζω (Α)
δηλώνω, υπόσχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φατίζω «δηλώνω, υπόσχομαι»].
Greek Monotonic
καταφᾰτίζω: μέλ. -σω, διαμαρτύρομαι, υπόσχομαι και βεβαιώνω, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
καταφᾰτίζω: διαμαρτύρομαι, ὑπόσχομαι καὶ βεβαιῶ, «τάζω», καταφατίζων ἀναθήσειν ἀνδριάντα Πλούτ. Σόλων 25.