κενογάμιον
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
[ᾰ], τό, (γάμος) empty, unreal marriage, coined after κενοτάφιον by Ach.Tat.5.14.
German (Pape)
[Seite 1416] τό, hat Achill. Tat. 5, 14 komisch nach κενοτάφιον gebildet, eine leere Hochzeit, die nur den Schein einer solchen hat, ohne eine wirkliche zu sein.
Greek (Liddell-Scott)
κενογάμιον: ᾰ, τό, (γάμος), κενός, οὐχὶ πραγματικὸς γάμος, λέξις χαλκευθεῖσα κατὰ τὸ κενοτάφιον ὑπὸ Ἀχ. Τατ. 5. 14.
Greek Monolingual
κενογάμιον, τὸ (Α)
γάμος που τελείται χωρίς εμφάνιση, χωρίς ύπαρξη προσώπων («κενοτάφιον μὲν γὰρ εἶδον, κενογάμιον δὲ οὔ», Αχιλλ. Τάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κεν(ο)- + -γάμιον (< γάμιος < γάμος), πρβλ. κακογάμιον, οψιγάμιον].