κεντρήεις
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
κεντρήεσσα, κεντρήεν, sharp, prickly, ῥίζεα Nic.Al.146.
German (Pape)
[Seite 1418] εσσα, εν, stachelig, spitzig, Nic. Al. 146.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρήεις: εσσα, εν, ἔχων κέντρον, ὀξύς, ἀκανθωτός, Νικ. Ἀλ. 146.
Greek Monolingual
κεντρήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει κεντρί, κεντρωτός, αγκαθωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. -ήεις, (πρβλ. δενδρήεις, ελκήεις)].