κεχαρισμένως

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεχᾰρισμένως Medium diacritics: κεχαρισμένως Low diacritics: κεχαρισμένως Capitals: ΚΕΧΑΡΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: kecharisménōs Transliteration B: kecharismenōs Transliteration C: kecharismenos Beta Code: kexarisme/nws

English (LSJ)

Adv., (χαρίζομαι) acceptably, Ar.Ach.248, Pl.Phdr. 273e, D.S.17.47; κ. ἄρχειν Isoc.2.15, cf. X.Eq.Mag.1.1 (Sup.); ὄχλοις κ. λέγειν Plu.2.6b.

German (Pape)

[Seite 1428] adv. zum part. perf von χαρίζομαι, annehmlich, reizend; Ar. Ach. 248; Isocr. 2, 15; Plat. Phaedr. 273 e; Sp.; auch superl. κεχαρισμενώτατα, Xen. Hipparch. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière charmante.
Étymologie: κεχαρισμένος.

Greek Monolingual

κεχαρισμένως (Α)
επίρρ. με αρεστό, με προσφιλή τρόπο, με χαρά «κεχαρισμένως σοι τήνδε τήν πομπή ν ἐμὲ πέμψαντα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κεχαρισμένος του χαρίζομαι «φέρομαι ευνοϊκά σε κάποιον, κάνω χάρη σε κάποιον»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεχαρισμένως [χαρίζομαι] op aangename of aantrekkelijke wijze.

Russian (Dvoretsky)

κεχᾰρισμένως: adv.
1 приятным образом, приятно (πράττειν Plat.);
2 с наслаждением, с радостью (Arph.).