κεχαρισμένως
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
Adv., (χαρίζομαι) acceptably, Ar.Ach.248, Pl.Phdr. 273e, D.S.17.47; κ. ἄρχειν Isoc.2.15, cf. X.Eq.Mag.1.1 (Sup.); ὄχλοις κ. λέγειν Plu.2.6b.
German (Pape)
[Seite 1428] adv. zum part. perf von χαρίζομαι, annehmlich, reizend; Ar. Ach. 248; Isocr. 2, 15; Plat. Phaedr. 273 e; Sp.; auch superl. κεχαρισμενώτατα, Xen. Hipparch. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière charmante.
Étymologie: κεχαρισμένος.
Greek Monolingual
κεχαρισμένως (Α)
επίρρ. με αρεστό, με προσφιλή τρόπο, με χαρά «κεχαρισμένως σοι τήνδε τήν πομπή ν ἐμὲ πέμψαντα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κεχαρισμένος του χαρίζομαι «φέρομαι ευνοϊκά σε κάποιον, κάνω χάρη σε κάποιον»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεχαρισμένως [χαρίζομαι] op aangename of aantrekkelijke wijze.
Russian (Dvoretsky)
κεχᾰρισμένως: adv.
1 приятным образом, приятно (πράττειν Plat.);
2 с наслаждением, с радостью (Arph.).