κηρύκευμα
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
-ατος, τό, proclamation, message, A.Th.651.
German (Pape)
[Seite 1434] τό, der Ausruf, die Botschaft des Herolds, Aesch. Spt. 633.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
proclamation du héraut.
Étymologie: κηρυκεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηρύκευμα -ατος, τό [κηρυκεύω] afkondiging.
Russian (Dvoretsky)
κηρύκευμα: ατος (ῡ) τό объявление через глашатая, донесение Aesch.
Greek Monolingual
κηρύκευμα, τὸ (Α) κηρυκεύω
προκήρυξη, διάγγελμα («ὡς οὔποτ' ἀνδρί τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κηρύκευμα: [ῡ], -ατος, τό, προκήρυξη, διάγγελμα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κηρύκευμα: ῡ, τό, προκήρυξις, διάγγελμα, Αἰσχύλ. Θήβ. 651.
Middle Liddell
κηρύ¯κευμα, ατος, τό,
a proclamation, message, Aesch.