κλητέος

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλητέος Medium diacritics: κλητέος Low diacritics: κλητέος Capitals: ΚΛΗΤΕΟΣ
Transliteration A: klētéos Transliteration B: klēteos Transliteration C: kliteos Beta Code: klhte/os

English (LSJ)

α, ον, (καλέω)
A to be called, to be named, Pl.R. 341d, 428c.
II κλητέον, one must call, ib.470d, LXX Ep.Je.63, Max. Tyr.40.5, Iamb. Myst.3.9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de καλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλητέος -α -ον, adj. verb. van καλέω, die genoemd moet worden.

Russian (Dvoretsky)

κλητέος: adj. verb. к καλέω.

Greek (Liddell-Scott)

κλητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ καλέω, ὃν πρέπει νὰ καλέσῃ τις ἢ ὀνομάσῃ, Πλάτ. Πολ. 341Β, 428C. II. κλητέον, δεῖ καλεῖν, αὐτόθι 470D.

Greek Monotonic

κλητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του καλέω,
I. αυτός που αποκαλείται, που ονομάζεται, σε Πλάτ.
II. κλητέον, αυτό που πρέπει να κληθεί, στον ίδ.

Middle Liddell

κλητέος, η, ον verb. adj. of καλέω
I. to be called, named, Plat.
II. κλητέον, one must call, Plat.