κλητέος
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
English (LSJ)
α, ον, (καλέω)
A to be called, to be named, Pl.R. 341d, 428c.
II κλητέον, one must call, ib.470d, LXX Ep.Je.63, Max. Tyr.40.5, Iamb. Myst.3.9.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de καλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλητέος -α -ον, adj. verb. van καλέω, die genoemd moet worden.
Russian (Dvoretsky)
κλητέος: adj. verb. к καλέω.
Greek (Liddell-Scott)
κλητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ καλέω, ὃν πρέπει νὰ καλέσῃ τις ἢ ὀνομάσῃ, Πλάτ. Πολ. 341Β, 428C. II. κλητέον, δεῖ καλεῖν, αὐτόθι 470D.
Greek Monotonic
κλητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του καλέω,
I. αυτός που αποκαλείται, που ονομάζεται, σε Πλάτ.
II. κλητέον, αυτό που πρέπει να κληθεί, στον ίδ.
Middle Liddell
κλητέος, η, ον verb. adj. of καλέω
I. to be called, named, Plat.
II. κλητέον, one must call, Plat.