κοιάζω

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιάζω Medium diacritics: κοιάζω Low diacritics: κοιάζω Capitals: ΚΟΙΑΖΩ
Transliteration A: koiázō Transliteration B: koiazō Transliteration C: koiazo Beta Code: koia/zw

English (LSJ)

= ἐνεχυράζω, Hsch.; cf. κωάζειν. κοιακτήρ, v. κοακτήρ. κοίβινος, = covinnus, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

κοιάζω: ἐνεχυράζω, Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ «κῶα· ― ἐνέχυρα», ― «κωάζειν· ἐνεχυράζειν, ἀστραγαλίζειν», ― «κωαί· ἀστράγαλοι», ― «κωαθείς (πιθαν. κωασθείς)· ἐνεχυρασθείς».

Greek Monolingual

κοιάζω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ενεχυράζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖον «ενέχυρο». Παραγωγό του είναι το κοιακτήρ, που εμφανίζει και παράλληλο τ. κοακτήρ. Η εναλλαγή -οι- / -ο- εμφανίζεται και στο συγγενές κοίης / κόης, που μπορεί επίσης να θεωρηθεί παρ. του κοῖον].