νεοταφής
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
νεοταφές, of a newly-built tomb, Sch.Lyc.1097 (ed. Bachm.).
Greek Monolingual
νεοταφής, -ές (Α)
αυτός που ενταφιάστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ταφής (< θάπτω), πρβλ. κοινοταφής].