χυτρεψός
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ὁ, boiler of pots, Parmenio ap.Ath.13.608a.
German (Pape)
[Seite 1385] im Topfe kochend, Parmenio bei Ath. XIII, 608 a.
Greek (Liddell-Scott)
χυτρεψός: ὁ, ὁ ἐν χύτρα ἔψων, μαγειρεύων, χυτρεψοὺς εἰκοσιεννέα Παρμενίων παρ’ Ἀθην. 608Α.
Greek Monolingual
ὁ, Α
άτομο που μαγειρεύει σε χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + -εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»), πρβλ. φακεψός].