κομπόστα

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

η
1. καρποί βρασμένοι μέσα σε αραιό διάλυμα ζάχαρης
2. (γεωπ.) μίγμα αποσυντεθειμένης ζωικής και φυτικής ύλης, που χρησιμοποιείται ως λίπασμα σε κήπους και για τη βελτίωση τών καλλιεργούμενων εδαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. composta < λατ. compositum «σύνθετο». Η λ. ως όρος της γεωπονικής είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. compost < μσν. αγγλ. compost < μσν. γαλλ. composte < λατ. μτχ. composita, θηλ. του compositus και μσν. γαλλ. compost < λατ. μτχ. compositus του λατ. ρ. compono «συνθέτω»].