κομψολόγος
From LSJ
English (LSJ)
κομψολόγον, fine speaking, ἰατροί Aesop.168.
German (Pape)
[Seite 1480] sein u. witzig redend, Sp.; ἰατρός, ein Charlatan, Aesop. 192.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle avec finesse ou habileté.
Étymologie: κομψός, λέγω³.
Greek Monolingual
-ο (Α κομψολόγος, -ον)
αυτός που μιλά ή γράφει κομψά, καλλιεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ακριβολόγος, λεπτολόγος.
Russian (Dvoretsky)
κομψολόγος: метко говорящий, бойкий на слова (ἰατρός Aesop.).