κοντοπαίκτης
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
κοντοπαίκτου, ὁ, (παίζω) acrobat who balanced a pole on his head, SIG847.4 (Delph., ii/iii A. D., written κοντο-πέκτης), AB652.
German (Pape)
[Seite 1482] ὁ, der mit der Balancirstange Tanzende, B. A. 652, 8; vgl. Jacobs zur Anthol. X p. 190.
Greek (Liddell-Scott)
κοντοπαίκτης: -ου, ὁ, (παίζω), ὁ χορεύων μὲ κοντὸν ἰσορροπίας, Α. Β. 652· πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. 2. 3. σ. 190.
Greek Monolingual
κοντοπαίκτης, ὁ (Α)
επιγρ. ακροβάτης που ισορροπεί ένα κοντάρι στο χέρι του, χορευτής με κοντάρι ισορροπίας, ακροβάτης χορευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανοπαίκτης, χαρτοπαίκτης.