κορύδιον
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
τό, Aetol. Dim. of κόρη, JHS13.346 (Naupactus).
Greek (Liddell-Scott)
κορύδιον: τό, Αἰολ. ἀντὶ παιδάριον, Ἐπιγρ. ἐν Hell. J. 13, σ. 346.
Greek Monolingual
κορύδιον, τὸ (Α)
επιγρ. (αιολ. τ.) κοριτσάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. -ύδ-ιον, αναλογικά προς υποκορ. ονομάτων σε -υ (πρβλ. δακρύδιον, δορύδιον)].