κορύδιον

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορύδιον Medium diacritics: κορύδιον Low diacritics: κορύδιον Capitals: ΚΟΡΥΔΙΟΝ
Transliteration A: korýdion Transliteration B: korydion Transliteration C: korydion Beta Code: koru/dion

English (LSJ)

τό, Aetol. Dim. of κόρη, JHS13.346 (Naupactus).

Greek (Liddell-Scott)

κορύδιον: τό, Αἰολ. ἀντὶ παιδάριον, Ἐπιγρ. ἐν Hell. J. 13, σ. 346.

Greek Monolingual

κορύδιον, τὸ (Α)
επιγρ. (αιολ. τ.) κοριτσάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. -ύδ-ιον, αναλογικά προς υποκορ. ονομάτων σε -υ (πρβλ. δακρύδιον, δορύδιον)].