κουστούμι
Greek Monolingual
και κοστούμι, το
1. το σύνολο όλων τών εξωτερικών ενδυμάτων, περιβολή, φορεσιά
2. ανδρική ενδυμασία από σακάκι και παντελόνι ραμμένα από το ίδιο ύφασμα
3. το ιδιαίτερο ένδυμα που φοριέται τις απόκριες ως στολή, καθώς και εκείνο που φορούν οι ηθοποιοί ως χαρακτηριστικό του ρόλου τους ανάλογα με την εποχή και τον τόπο του θεατρικού έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. costume «συνήθεια - κουστούμι» (< λατ. consuetudo «συνήθεια», πρβλ. αγγλ. costume / custom, γαλλ. costume / coutume). Η σημ. «ενδυμασία» που εμφανίζεται στις ξένες λ. χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τον τρόπο ντυσίματος που αποτελούσε έθιμο συγκεκριμένου τόπου και παρωχημένης συνήθως εποχής. Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται και με αυτή τη σημ., αλλά δηλώνει και την ανδρική ενδυμασία από σακάκι και παντελόνι].