κραταίρινος

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταίρῑνος Medium diacritics: κραταίρινος Low diacritics: κραταίρινος Capitals: ΚΡΑΤΑΙΡΙΝΟΣ
Transliteration A: krataírinos Transliteration B: kratairinos Transliteration C: kratairinos Beta Code: kratai/rinos

English (LSJ)

κραταίρινον, hard-shelled, χελάνη Orac. ap. Hdt.1.47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cuir fort ou épais.
Étymologie: κραταιός, ῥινός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραταίρινος -ον [κραταιός, ῥινόν] met harde huid.

German (Pape)

[ῑ], mit starker Haut, die Schildkröte, Orak. bei Her. 1.47.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταίρῑνος: с крепкой кожей, защищенный скорлупой (χελώνη Her.).

Greek Monolingual

κραταίρινος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό δέρμα, σκληρό όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -ρινoς (< ῥινός «δέρμα ανθρώπου ή ζώων»), πρβλ. κοσκινόρινος, οστρακόρινος].

Greek Monotonic

κρᾰταίρῑνος: -ον, αυτός που έχει σκληρό όστρακο, Χρησμ. παρά Ηροδ.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταίρῑνος: -ον, ἔχων σκληρὸν δέρμα, σκληρὸν ὄστρακον, χελώνη Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47.

Middle Liddell

κρᾰταί-ρῑνος, ον
hard-shelled, Orac. ap. Hdt.