κραταίρινος
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
κραταίρινον, hard-shelled, χελάνη Orac. ap. Hdt.1.47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cuir fort ou épais.
Étymologie: κραταιός, ῥινός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραταίρινος -ον [κραταιός, ῥινόν] met harde huid.
German (Pape)
[ῑ], mit starker Haut, die Schildkröte, Orak. bei Her. 1.47.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίρῑνος: с крепкой кожей, защищенный скорлупой (χελώνη Her.).
Greek Monolingual
κραταίρινος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό δέρμα, σκληρό όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -ρινoς (< ῥινός «δέρμα ανθρώπου ή ζώων»), πρβλ. κοσκινόρινος, οστρακόρινος].
Greek Monotonic
κρᾰταίρῑνος: -ον, αυτός που έχει σκληρό όστρακο, Χρησμ. παρά Ηροδ.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίρῑνος: -ον, ἔχων σκληρὸν δέρμα, σκληρὸν ὄστρακον, χελώνη Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47.
Middle Liddell
κρᾰταί-ρῑνος, ον
hard-shelled, Orac. ap. Hdt.