κρεμβαλιαστύς
From LSJ
English (LSJ)
ύος, ἡ, rattling with castanets, to give the time in dancing, h.Ap.162 (v.l. κρεμβαλιαστής, οῦ, ὁ).
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
danse au son des castagnettes.
Étymologie: κρέμβαλα.
German (Pape)
ύος, ἡ, das Spielen mit der Klapper, bes. das Taktangeben zum Tanze.
Russian (Dvoretsky)
κρεμβᾰλιαστύς: ύος ἡ пляска с кастаньетами HH.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμβᾰλῐαστύς: -ύος, ἡ, κρότος ὡς διὰ κροτάλων πρὸς δήλωσιν τοῦ χρόνου κατὰ τὴν ὄρχησιν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 162 (κοινῶς -αστής, οῦ, ὁ).
Greek Monolingual
κρεμβαλιαστύς, -ύος, ἡ (Α)
η τήρηση του χρόνου κατά την όρχηση με κρούση τών κροτάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κρεμβαλιάζω.
Greek Monotonic
κρεμβᾰλῐαστύς: -ύος, ἡ, κρότος σαν από καστανιέτες, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
κρεμβᾰλῐαστύς, ύος
a rattling as with castanets, Hhymn.