κρεοφαγέω
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
Ion. κρεηφαγέω, eat flesh, Hp.Salubr.7, Plb.2.17.10 (v.l. κρεα-), Str.16.4.17, Ph.2.398 (vv.ll. κρεω-, κρεη-):—Pass., κάμηλοι κρεοφαγούμεναι D.S.2.54.
Greek (Liddell-Scott)
κρεοφαγέω: Ἰων. κρεηφ-, ἐσθίω κρέας, Ἱππ. 339, 36 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ κρεηφ-). ― Παθ., ἐπὶ τοῦ κρέατος ζῴων, ἐσθίομαι· ἀλλά, ἡμέρα κρεοφαγουμένη, ἡ ἐσχάτη ἡμέρα τῆς ἀπόκρεω, Ἐκκλ.: ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.
German (Pape)
Fleisch essen, Sp.; κρεοφαγούμεναι, Tiere, deren Fleisch gegessen wird, DS. 2.54.
Russian (Dvoretsky)
κρεοφαγέω: питаться мясом: κρεοφαγούμενοι Diod. животные, мясо которых употребляется в пищу.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεοφαγέω [κρεοφάγος] Ion. inf. κρεηφαγέειν vlees eten.