κρεών

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεών Medium diacritics: κρεών Low diacritics: κρεών Capitals: ΚΡΕΩΝ
Transliteration A: kreṓn Transliteration B: kreōn Transliteration C: kreon Beta Code: krew/n

English (LSJ)

ὁ, larder, Glossaria (dub.).

Greek Monolingual

κρεών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος όπου φυλάγονται τα κρέατα ή, γενικά, τα τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + περιληπτική κατάλ. -ών (πρβλ. αμπελών, καλαμών)].