κροκυδίζω
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
pick loose flocks off a garment, τὸ κάταγμα κροκυδίζουσαν Philyll.22, Gal.10.928; of persons in delirium, twitch the blankets, Aret.CA1.1.
Greek (Liddell-Scott)
κροκῠδίζω: συλλέγω, ἀποσπῶ κροκύδας ἢ ἔρια ἐξέχοντα ἐξ ἱματίου, (πρβλ. κροκύς), τὸ κάταγμα κροκυδίζουσαν Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 4· ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν μανίᾳ διατελούντων ἢ φρενοβλαβῶν, κροκυδίζω τὰ μάλλινα σκεπάσματα, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· ― οὐσιαστ. κροκῠδισμός, ὁ, Γαλην.· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, κροκῠδολογέω, Ἱππ. 1217· ― ἡμαρτημένως δὲ φέρεται κροκιδίζω.
Greek Monolingual
κροκυδίζω (AM) κροκύς
1. βγάζω κλωστές ή κομπάκια μαλλιού από ρούχο ή, γενικά, από ύφασμα.
German (Pape)
(κροκύς), das Rauhe von der Wolle, od. die Flocken am Kleide ablesen, absuchen, wie Wahnsinnige oder Kranke im hitzigen Fieber zu tun pflegen, Medic. Vgl. κροκύς.