κυριολογέω
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
= κυριολεκτέω, give the name of Lord, call Lord, Magnus ap.Gal.8.640, Steph.in Hp.2.420 D.
German (Pape)
[Seite 1536] = κυριολεκτέω, Clem. Al. strom. 5 p. 657 setzt κυριολογεῖται dem τροπικῶς γράφεται entgegen.
Greek Monolingual
κυριολογῶ, κυριολογέω (AM)
1. μιλώ με κυριολεξία, κυριολεκτώ
2. αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -λογῶ (< λόγος < λέγω), πρβλ. αναλογώ, ψευδολογώ].