λάλη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = λαλιά, Com.Adesp.12a D. (pl.), Luc.Lex.14.
German (Pape)
[Seite 9] ἡ, Geschwätz, Luc. Lexiph. 14.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
babil, bavardage.
Étymologie: λαλέω.
Russian (Dvoretsky)
λάλη: (ᾰ) ἡ болтовня Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λάλη: ἡ, = λαλιά, Λουκ. Λεξιφ. 14.
Greek Monolingual
(I)
λάλη, ἡ (Α)
λαλιά, φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του λαλῶ].
(II)
η
γιαγιά, κυρούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. της παιδικής γλώσσας
βλ. λαλά].