λαβροποτέω

English (LSJ)

(πίνω) drink hard, AP5.109 (Marc. Arg.): c. acc., κύλικας ib.10.18 (Id.).

German (Pape)

[Seite 2] (ein λαβροπότης, Zecher, sein), stark trinken, zechen, βάκχον ἐν κύλικι, M. Argent. 12 (V, 110, vgl. X, 18). Von

French (Bailly abrégé)

λαβροποτῶ :
boire avidement ou boire avec excès.
Étymologie: λάβρος, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

λαβροποτέω: жадно пить (τὸν ἡδὺν Βάκχον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λαβροποτέω: (πίνω), πίνω λάβρως, Ἀνθ. Π. 5. 110., 10. 18.

Greek Monotonic

λαβροποτέω: μέλ. λαβροποτήσω (πότος), πίνω λαίμαργα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαβρο-ποτέω, fut. -ήσω πότος
to drink hard, Anth.