λαγωσφαγία
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
English (LSJ)
poet. λαγωσφαγίη, ἡ, killing of hares, AP6.167 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 5] ἡ, das Hafenschlachten, -tödten, Agath. 28 (VI, 167).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
massacre de lièvres.
Étymologie: λαγώς, σφάζω.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγωσφᾰγία: ἡ избиение зайцев Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγωσφαγία: ἡ, σφαγὴ λαγωῶν, Ἀνθ. Π. 6. 167.
Greek Monolingual
λαγωσφαγία, ποιητ. τ. λαγωσφαγίη, ἡ (Α)
σφαγή λαγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -σφαγία (< -σφάγος < σφάζω), πρβλ. τεκνοσφαγία, χοιροσφαγία].
Greek Monotonic
λᾰγωσφᾰγία: ποιητ. —ίη, ἡ (σφαγή), σφαγή λαγών, σε Ανθ.