λαθρόνυμφος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
λαθρόνυμφον, secretly married, Lyc.320.
German (Pape)
[Seite 6] ἡ, die heimlich Vermählte, Lycophr. 320.
Greek (Liddell-Scott)
λαθρόνυμφος: ἡ, ὁ κρυφίως συνεζευγμένος, Λυκόφρ. 320.
Greek Monolingual
λαθρόνυμφος, ὁ, ἡ (Α)
λαθρόγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. εύνυμφος, μελλόνυμφος].