νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Full diacritics: λᾰσᾰνίτης | Medium diacritics: λασανίτης | Low diacritics: λασανίτης | Capitals: ΛΑΣΑΝΙΤΗΣ |
Transliteration A: lasanítēs | Transliteration B: lasanitēs | Transliteration C: lasanitis | Beta Code: lasani/ths |
δίφρος BGU 1116.25 (i BC), = λάσανα.
λασανίτης, ὁ (Α)
αυτός που φέρει λάσανα, δηλ. έδρες για αποπάτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσανον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. θρανίτης, σκηνίτης)].