λειότητα

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

η (AM λειότης, -ητος) λείος
1. το να είναι κάτι λείο, ομαλότητα επιφάνειας, σε αντιδιαστολή με την τραχύτητα («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.)
2. στιλπνότητα, γυαλάδα
αρχ.
1. (για τη φωνή ή για την προφορά) καθαρότητα, γλυκύτητα, απαλότητα
2. φαλακρότητα, φαλάκρα.