λεπτοκοκκώδης
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Greek Monolingual
-ες λεπτόκοκκος
1. αυτός που αποτελείται από λεπτούς κόκκους
2. φρ. (πετρογρ.) («λεπτοκοκκώδης ιστός» — όρος που περιγράφει το σχετικό μέγεθος τών κόκκων στα εκρηξιγενή πετρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτόκοκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ζ. Ι. Στεφανόπουλο, στην εφημερίδα Ακρόπολις].