λιμενοσκόπος
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
λιμενοσκόπον, watching the harbour, epithet of Zeus and Phoebus, Call.Fr.114, AP10.25 (Antip.): as fem., Call.Dian.259.
German (Pape)
[Seite 47] ὁ, Hafenaufseher, Hafenbeschützer; Phöbus, Antp. Th. 18 (X, 25); Zeus, Callim. frg. 114 (XIII, 10); auch fem., Μουνυχίη, Callim. Dian. 259.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui inspecte ou surveille un port.
Étymologie: λιμήν, σκοπέω.
Russian (Dvoretsky)
λῐμενοσκόπος: ὁ блюститель (страж) порта (эпитет Зевса и Феба) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῐμενοσκόπος: -ον, ὁ ἐποπτεύων, ἐπιτηρῶν τὸν λιμένα, ἐπίθ. τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Φοίβου, Καλλ. Ἀποσπ. 114, Ἀνθ. Π. 10. 25· - ὡς θηλ., Καλλ. Ἄρτ. 259.
Greek Monolingual
λιμενοσκόπος, -ον (Α)
(επίκληση του Διός, της Αρτέμιδος και του Φοίβου) αυτός που επιτηρεί και προστατεύει τα λιμάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + -σκόπος (σκοπῶ), πρβλ. αστεροσκόπος, οιωνοσκόπος].
Greek Monotonic
λῐμενοσκόπος: -ον, αυτός που εποπτεύει, επιτηρεί το λιμάνι, σε Ανθ.
Middle Liddell
λῐμενο-σκόπος, ον
watching the harbour, Anth.