Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιμενοσκόπος

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενοσκόπος Medium diacritics: λιμενοσκόπος Low diacritics: λιμενοσκόπος Capitals: ΛΙΜΕΝΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: limenoskópos Transliteration B: limenoskopos Transliteration C: limenoskopos Beta Code: limenosko/pos

English (LSJ)

λιμενοσκόπον, watching the harbour, epithet of Zeus and Phoebus, Call.Fr.114, AP10.25 (Antip.): as fem., Call.Dian.259.

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, Hafenaufseher, Hafenbeschützer; Phöbus, Antp. Th. 18 (X, 25); Zeus, Callim. frg. 114 (XIII, 10); auch fem., Μουνυχίη, Callim. Dian. 259.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui inspecte ou surveille un port.
Étymologie: λιμήν, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

λῐμενοσκόπος:блюститель (страж) порта (эпитет Зевса и Феба) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενοσκόπος: -ον, ὁ ἐποπτεύων, ἐπιτηρῶν τὸν λιμένα, ἐπίθ. τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Φοίβου, Καλλ. Ἀποσπ. 114, Ἀνθ. Π. 10. 25· - ὡς θηλ., Καλλ. Ἄρτ. 259.

Greek Monolingual

λιμενοσκόπος, -ον (Α)
(επίκληση του Διός, της Αρτέμιδος και του Φοίβου) αυτός που επιτηρεί και προστατεύει τα λιμάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + -σκόπος (σκοπῶ), πρβλ. αστεροσκόπος, οιωνοσκόπος].

Greek Monotonic

λῐμενοσκόπος: -ον, αυτός που εποπτεύει, επιτηρεί το λιμάνι, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐμενο-σκόπος, ον
watching the harbour, Anth.