λινοτειχής
From LSJ
English (LSJ)
λινοτειχές, with linen walls, Dionys. ap. St.Byz.s.v. Γαζός.
German (Pape)
[Seite 50] ές, mit Mauern von Leinwand, Dionys. bei St. B. von Γάζος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοτειχής: -ές, ἔχων λινᾶ τείχη, «Γάζος πόλις Ἰνδική..., λινοῦν ἔχουσα τεῖχος καθὰ Διονύσιος ἐν τρίτῃ Βασσαρικῶν… λινοτειχέα Γάζον» Στέφ. Β. ἐν λέξ. Γάζος.
Greek Monolingual
λινοτειχής, -ές (Α)
αυτός που έχει λινά τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -τειχής (< τεῖχος), πρβλ. αμφιτειχής, χαλκοτειχής].