λογογραφία
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἡ,
A writing of speeches: and generally, of prose, Pl. Phdr.257e, 258b; ἱστορία καὶ ἡ ἄλλη λ. Hermog.Id.2.12; esp. speech-writing for money, Demad.8.
2 office of official recorder in a lawcourt, PAmh.2.82.7 (iii/iv A. D.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 composition en prose ; particul. composition d'un discours;
2 composition d'un discours pour autrui.
Étymologie: λογογράφος.
German (Pape)
ἡ, das Schreiben in Prosa, im Gegensatz der Dichtkunst, bes. das Schreiben einer Rede, Plat. Phaedr. 257e und Sp.; das Redenschreiben für Geld, Demad. 8.
Russian (Dvoretsky)
λογογρᾰφία: ἡ сочинение прозаических произведений, преимущ. составление речей Plat.
Greek (Liddell-Scott)
λογογρᾰφία: ἡ, τὸ γράφειν, συντάσσειν λόγους· καὶ καθόλου, ἐπὶ πεζοῦ λόγου, Πλάτ. Φαῖδρ. 257Ε, 258Β· κυρίως τὸ γράφειν λόγους (ῥητορικοὺς) ἐπὶ χρήμασι, Δημάδ. 179. 26.
Greek Monolingual
η (Α λογογραφία) λογογράφος
νεοελλ.
η συγγραφή πεζογραφημάτων
αρχ.
1. η συγγραφή ή σύνταξη λόγων, συνήθως ρητορικών και επ' αμοιβή
2. η υπηρεσία ή το αξίωμα του αρχειοφύλακα δικαστηρίου.
Greek Monotonic
λογογρᾰφία: ἡ, σύνταξη λόγων, και γενικά, πεζών κειμένων, σε Πλάτ.
Middle Liddell
λογογρᾰφία, ἡ,
a writing of speeches, and, generally, of prose, Plat.