λογοπλάθος

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογοπλᾰ́θος Medium diacritics: λογοπλάθος Low diacritics: λογοπλάθος Capitals: ΛΟΓΟΠΛΑΘΟΣ
Transliteration A: logopláthos Transliteration B: logoplathos Transliteration C: logoplathos Beta Code: logopla/qos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, fable-maker, e.g. Aesop, Phryn.PS p.86 B.

Greek (Liddell-Scott)

λογοπλάθος: [ᾰ], -ον, «ὁ λόγους καὶ μύθους πλάττων ὡς Αἴσωπος» Α. Β. 50.

Greek Monolingual

λογοπλάθος, ὁ (Α)
(για τον Αίσωπο) αυτός που πλάθει μύθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -πλάθος(< πλάσσω), πρβλ. κοροπλάθος, πηλοπλάθος].

German (Pape)

λογοποιός, Aesop, B.A. 50.