λοφόεις
From LSJ
English (LSJ)
λοφόεσσα, λοφόεν,
A crested, Tryph.68.
II hilly, Nonn. D. 2.37.
Greek (Liddell-Scott)
λοφόεις: -εσσα, εν, ἔχων λόφον, λοφηφόρος, Τρυφιόδ. 68.· - ἔχων, λόφον, λοφώδης, Νόνν. Δ. 2. 37.
Greek Monolingual
λοφόεις, -εσσα, -εν (Α) λόφος
1. (για πτηνό) αυτός που έχει λοφίο
2. (για τόπο) αυτός που έχει λόφο («πολυσφαράγῳ δὲ κυδοιμῷ Ταυρείου λοφόεντος ἀρασσομένου κενεῶνος», Νόνν.).
German (Pape)
εσσα, εν, mit Erhöhungen, hügelig; Nonn. D. 2.37; Tryphiod. 67.