λυκηθμός
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
ὁ, a wolf's howl, formed like μυκηθμός, Anon. ap. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκηθμός: ὁ, ὁ ὠρυγμὸς τοῦ λύκου σχηματισθὲν κατὰ τὸ μυκηθμός, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.
Greek Monolingual
λυκηθμός, ὁ (Α)
κραυγή, ουρλιαχτό λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα -ηθμός, κατά το μυκ-ηθμός].
German (Pape)
ὁ, nach μυκηθμός gebildet, Wolfsgeheul, Anon. bei Suid.