μάκελον

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

German (Pape)

[Seite 84] oder μάκελλον, τό, auch μάκελος, = δρυφακτός, φραγμός, Einschluß, maceria, wovon Varro L. L. 4, 35 auch macellum ableitet; dabei bemerkend Iones ostia hortorum et castelli μακέλλους vocant. Vgl. μακελεῖον. – D. Cass. 61, 18 erkl. μάκελλον durch ἀγορὰν τῶν ὄψων, Markt der Lebensmittel.

Greek (Liddell-Scott)

μάκελον: ἢ μάκελλον, τό, ὡσαύτως μάκελος, ὁ, = φραγμός, περιπεφραγμένος τόπος, πρβλ τὸ Λατ. maceria, Ἡσύχ. ΙΙ. = τῷ Λατ. macellum, = κρεοπώλιον, μακελλεῖον, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ι΄, 25, Δίων Κ. 61. 18· - ἐντεῦθεν μακελλάριος, ὁ, = Λατ. macellarius, = κρεοπώλης, Αἰσώπ. Μῦθ. 134 Halm. - μακελλικός, = κρεοπωλικός, Ψευδο- Ἀθαν. IV, 656B.