μέθεξη
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α μέθεξις, -εως)
1. μετοχή, συμμετοχή, (επι)κοινωνία με κάτι («διὰ τὴν μέθεξιν ταὐτοῦ πρὸς ἑαυτὴν οὕτω λέγομεν», Πλάτ.)
2. (φιλοσ.) (κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) η (επι)κοινωνία, η συμμετοχή τών αισθητών πραγμάτων στις ιδέες, τών ειδώλων στα αρχέτυπα, τών μιμήσεων στα παραδείγματα («μέθεξις αὕτη τοῖς ἄλλοις γίγνεσθαι τῶν εἰδῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «μέθεξη του Εγώ»
(κοινων.) η διαδικασία με την οποία το Εγώ ταυτίζεται με διάφορα αντικείμενα ή με διάφορες αξίες ώς το σημείο ώστε η τύχη τους να γίνεται ένα με την τύχη του Εγώ
(αρχ. λογ.) γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μέθ-εξις < μετ-έχω, λόγω της δασύτητας του αρχ. φωνήεντος του παραγώγου ἕξις (πρβλ. και μέλλ. μεθ-έξω)].