Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω → Give me a place to stand on, and I will move the Earth.
2ᵉ sg. fut. épq. de μήδομαι.
μήσεαι: Επικ. βʹ ενικ. μελ. του μήδομαι.